Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Η μελωδία του θανάτου

Σε ένα λεπτό ακούστηκε η ήσυχη αναπνοή του. Είχε αποκοιμηθεί. Η γυναίκα έσκυψε, πήρε τον αναπτήρα και άναψε επιτέλους το τσιγάρο της.
  Είχε τη διάθεση να κλάψει. Κοίταξε τον άνθρωπο που κοιμόταν έτσι ήσυχα δίπλα της, τον άνθρωπο που είχε αγαπήσει τόσο πολύ και τον αγαπούσε ακόμη. χαμογέλασε με πίκρα. Σκεφτηκε πόσες φορές της είχε φερθεί μ' αυτήν την χυδαία αδιαφορία, πόσες φορές την πλήγωσε, πόσες φορές την είχε απατήσει, αδιαφορώντας αν εκείνη το καταλάβαινε. Κι όμως, τον αγαπούσε πάντα με το ίδιο πάθος. ήταν σαν αρρώστια, σαν ένα δηλητήριο που είχε μπει στο αίμα της.
  Της ήταν αδύνατο να κοιμηθεί. Σηκώθηκε, πέρασε την ρόμπα στο κορμί της και με το τσιγάρο στο χέρι βγήκε στο μπαλκόνι. όλα ήταν ήσυχα, σκοτεινά, μελαγχολικά όπως της φάνηκαν.
  Σκέφτηκε αν είχε νόημα η ζωή της πια. Αν δεν ήταν προτιμότερο να κάνει αυτό που έκανε και εκείνη η δυστυχισμένη γυναίκα. Ένα πήδημα στο κενό και ύστερα τίποτε. Ούτε ο πόνος για την αδιαφορία του άνδρα της, ούτε ο βασανισμένος αυτός έρωτας. Τίποτε. Έσφιξε με δύναμη τα κάγκελα και οπισθοχώρησε τρομαγμένη με την ίδια την σκέψη της. Και τότε άκουσε μια φωνή:
  -Δεν κοιμάσαι..;
(...)
-Τον αγαπώ.
-Είσαι άρρωστη.
-Τον αγαπώ.
Ο πόνος ζωγραφίστηκε καθαρά στο μελαχροινό πρόσωπό του. Άφησε το χέρι της γυναίκας. Εκείνη ανέπνεε με δυσκολία. Είπε πιο μαλακά:
-Ήσουν φίλος μου από παιδί, Γιατί δεν θες να μείνεις έτσι;
-Γιατί σ'αγαπώ. Γιατί δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Γιατί μου είναι αδύνατον να το υποφέρω να σου φερεται έτσι. Δεν το βλέπεις πως χαίρεται να σε βασανίζει; Μια μέρα θα τον...
-Πάψε!
  Η γυναίκα  κοίταξε τρομαγμένη γύρω της κι ύστερα, βιαστικά, ξαναγύρισε στο δωμάτιό της. Ο άντρας της κοιμόταν πάντα ήσυχος. Τον κοίταξε. Πόσο την είχε κάνει να υποφέρει αυτός ο άνθρωπος και πόσο τον αγαπούσε! Εκείνος, ο παιδικός της φίλος που ήταν ερωτευμένος μαζί της σ'όλη του τη ζωή, είχε δίκιο. Ήταν άρρωστη..
  Έμεινε εκεί άυπνη, με τα μάτια στυλωμένα στην οροφή. Το ήξερε πως την απατούσε. Το έβλεπε στις μικρές του σκληρότητες. Την πλήγωνε η περιφρόνηση του. Κι όμως..τον αγαπούσε. Της ήταν αδύνατο να μην τον αγαπά μ'έναν έρωτα απίστευτο, βασανισμένο, άρρωστο...


Γιάννης Μαρής

3 σχόλια: