Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Σύβιλ

    Η Σύβιλ σηκώθηκε. Προχώρησε προς τον κήπο. Πήρε το πακέτο της και άναψε ένα τσιγάρο. Έξω είχε ήδη αρχίσει να βρέχει, όμως δεν την ένοιαζε. Τίποτα δεν την ένοιαζε πια. Εκτός από.. εκείνον. Τον αγαπούσε. Πόσο πολύ τον αγαπούσε! Πόσο θα ήθελε να βρίσκεται στην αγκαλιά του. Τίποτα άλλο. Κι εκείνος..; Άραγε το ήξερε; Το καταλάβαινε; Κι όμως δεν είχε σημασία. Η αγάπη της αρκούσε. 
    Ίσως θα έπρεπε να του μιλήσει. Ίσως να καταλάβαινε. Ίσως να την ήθελε, να φιλούσε τα χείλη της όπως παλιά, να την κοιτούσε στα μάτια και να της έλεγε ότι την αγαπά. Ίσως να έφευγε... Όχι, η αγάπη της αρκούσε.
    Κι αν έπρεπε να ρισκάρει; κι αν έκανε λάθος; Όχι. Άναψε δεύτερο τσιγάρο. Η βροχή είχε δυναμώσει.  Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι σταγόνες της βροχής που έπεφταν με δύναμη στο χώμα. Ήταν μόνη της. Εκείνη και οι κρυστάλλινες σταγόνες που έπεφταν από τον ουρανό, θαρρείς πως έκλαιγε κι αυτός μαζί της.
    Έσβησε το τσιγάρο της. Κοίταξε με θλίψη το δέντρο που είχαν φροντίσει μαζί κάποιο καλοκαίρι. Φαινόταν γερασμένο και άσχημο δίχως φύλλα πάνω του. Κοιτώντας το καλύτερα διέκρινες με δυσκολία κάτι σκαλισμένο στον κορμό του. Δυο λέξεις. Δυο ονόματα. Ο καιρός είχε περάσει από πάνω τους. Τώρα πια έμοιαζαν με γρατζουνιές που κάποιο ζώο έκανε. Πόσο θα'θελε να ήταν εκεί μαζί της να το φροντίσουν. Μόνη της δεν άντεχε να το κοιτά να μαραζώνει, όπως κι εκείνη. Όχι, η αγάπη της δεν ήταν αρκετή...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου